Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Animafile

Oχι ρε, δεν είναι όλα ασπρα-μαυρα,
Μαυρο-κοκκινο είναι, ρουλετα.

Ηταν από τις νυχτες που θελα να πεθανω
Κι αντ αυτου επλενα τα πιατα
Κι εκανα παρεα με ο,τι χρειαζοταν οξυγονο
Μια φλογα κεριου εφτανε, που το κρατουσα στα 2 χερια,
Όπως ο ζητιανος το τασι.

Ηταν ο εαυτος μου της νυχτας
Που ο εαυτος μου της μερας τον ειχε ερωτευθει βαθια
Κι ηταν ο μονος από τους δυο που ειχε ποτε ερωτευτει
Κι ετσι του κανε τα χατηρια
Του κουβαλουσε τα ψωνια στις σκαλες
Του πλενε τα ρουχα και τα στεγνωνε
Εβαζε ένα πετραδακι ακομα να φτιαξει μονοπατι
Περιμενε καρτερικα μια συγκατανευση
O,τι νομιζε πως θα τον ευχαριστουσε δηλαδη
Ο,τι τελοσπαντων κανουν οι ερωτευμενοι
Μα ο άλλος δεν χαμπαριαζε
Κι όταν αναστεναζε δεν ηταν από παθος
Ουτε εχθρητα του βαστουσε βεβαια
Επαιζε τον αδιαφορο, και ηταν.
Εφερνε καμια γυρα αμα ειχε ντερτια
Και σκυθρωπιαζε όταν ειχε τυψεις.
Αυτα, περα δωθε.

Κι ετσι εζησαν κι οι δυο
Χωρις τιποτα να μπει αναμεσα τους
Γιατι αναμεσα δεν υπηρχε τιποτα.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Λατρε[Ι]ες

Σε λατρευω που

Σε λατρευω που ξεχασες τι ειχες στη λιστα,
που δεν ξερεις πώς να αρχισεις,
που γραψες πρωτα τις τελευταιες λεξεις,
και που αρχισες κιολας.
Σε λατρευω που προλαβες κι ηρθες στο διαλειμμα,
μετα τη βροχη και πριν το χιονι,
που δεν  γλιστρας στις λασπες
κι ας σκονταφτεις στο ισωμα.
Σε λατρευω που κανεις δεν σ εκρινε
πιο αυστηρα απ' οσο εσυ,
που κανεις δεν σου αλλαζει γνωμη,
οταν εχεις γνωμη.
Που τεμπελιαζεις
ακομα κι αν αγχωνεσαι,
που θυμασαι τους στιχους
και κρυφοτραγουδας στο μπανιο
ακομα κι οταν δεν θυμασαι τη μουσικη,
που μετρας τις μερες με χαπια
και δεν ντρεπεσαι,
που πετας τις τρυπιες μου καλτσες,
που με ταϊζεις με ο,τι βρεις,
που τηρεις το χρονοδιαγραμμα με ευλαβικη συνεπεια
και πειθαρχεις στους κανονες σου
και στις εξαιρεσεις τους.
Που λερωνεις ανεμελα το παλευκο τοπιο
με αποτσιγαρα
αλλα ενιοτε κοιτας πισω μην σε ειδε κανεις.
Σε λατρευω για οσα θυμασαι,
σε λατρευω που χεις να ξεχνας
και που δεν κανεις τιποτε τσαμπα.
Σε λατρευω που χεις εμμονες
και τυψεις αμα λαχει,
που ζηλευεις στα κρυφα,
που καυχιεσαι αμα δε σε βλεπω,
και μου βγαζεις γλωσσα.
Που σιχαινεσαι τις καμπανες
που μετραν τις ωρες,
που ξεπερασες ο,τι σου λαχε
πιο ανωδυνα απ' οσο φοβοσουν,
που εμαθες να λες οχι
και μ εμαθες να μου λενε ναι
κι ας μην το παραδεχεσαι.

Σε λατρευω, οπως λεμε
αμα παραειμαστε ειλικρινεις
για να πουμε σ' αγαπω.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Δυσκολιες πληρωμης

Εχω ορεξη αποψε για αιμα, ξενο.
Καποιον να σπασω, κατι να τσαλακωσω, καποια μουτρα να καγχασω
και μου τη δινει που ναι τοσο μα τοσο (μα ποσο) δυσκολο
να τη χαριστω σε καποιον.
Κι απο την αλλη γελοιωδως ευκολο να ματωσεις οποιονδηποτε
(τι πα να πει δε σου φταιει, αρκει αυτο;)
αρκουν 2 λεξεις, 4 γραμματα ολα κ ολα
ε και;
Σε ο,τι λεει, κανει, σκεφτεται, αποφευγει, επιδιωκει, φοβαται, ποθει, ονειρευεται, ορεγεται, ιδρωνει, καρφωνει, απλωνει, γκ..
ε και;
Κι υστερα βαζεις mute και απολαμβανεις την απαντηση.
Ειμαι απαισια, ξερω, κοντοφθαλμη, συμφωνω, αριβιστρια, γελαω, μπαναλ, συνεχιζω, κυνικη, κοκκινιζω, κενοδοξη, κολακευομαι, δυστυχης, συγκινουμαι
που σιχαθηκα τα καροτα, και δεν τη βρισκω με τα μαστιγια.
Δεν ψαχνω νοημα, το γιατι μπαγιατεψε, πληρωμη γυρευω.
Αποδειξεις σκιζουμε.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

tsest

Χαθηκα κ με εψαξα,
με εψεξα,
με βρηκα λαθος,
μα δε με βρηκα.
Κοιμηθηκα με λεοντες,
ξυπνησα  δαιμονες,
γκρεμιστηκα κ ανεβηκα,
στις οροφες αναποδα,
που εδαφος δεν με καταδεχοταν.
Στα συντριμμια θησαυρους 
ζητησα αλλα το φως αθωο.
Mια αλλη νυχτα που εσπασε στον τρομο,
χωρις αιτιο αλλο σοβαρο,
με βαφτισα ξανα,
σε χαρτι ασπρο αντις καμμενο,
και μου δωσα για αλλη μια
μια πρωτη ευκαιρια.

ΑϊDea's

Αυτη η μανια να φανουμε ξεχωριστοι, διαφορετικοι, ιδιαζοντες, αποκλινοντες, ειτε προς τα πανω ειτε προς τον πατο,
γκρεμιζει τις (σχεδον) τελευταιες αμυνες μπροστα στην μαζοποιηση και την ομοιογενεια.
Κι οσο προσπαθουμε με λυρισμους, πνευματισμους κ αστεϊσμους (καλη ωρα κ κουφια) να εκφρασουμε ο,τι κοινοτυπο μας κατεβει στο κεφαλι, στο δρομο ή στο κρεβατι, το γελοιον θα θριαμβευει.
Ειμαστε ολοι εγω(ισται).

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Restart later

Κάθε πρωι, όταν πηγαινω στο γραφειο, κανω ένα ταξιδι στο χρονο και καπου αλλου στο διαστημα. Δεν μπορω αλλιως να το εξηγησω, παρα με ορους φαντασιας,  ας είναι και επιστημονικη κατά το δοκουν.

Μπαινω στο τρενο και ταξιδευω αλλου, δεν ξερω που. Είναι σαν τις στιγμες λιγο πριν αποκοιμηθεις, σαν ονειρο που καποτε δεν θυμασαι μην και πραγματι εχει συμβει. Δεν εχω δει την διαδρομη του τρενου, κοντα ένα χρονο τωρα, δεν τη θυμαμαι. Κι ας μην είναι παρα 5 στασεις η αποσταση, παντα νομιζω πως εχω ξεχαστει και δεν κατεβηκα οπου επρεπε. Αλλα δεν εχω κανει λαθος ποτε ως τωρα, όχι σε αυτό. Δεν καταλαβαινω ποσος χρονος περνα, προς ποια κατευθυνση, κι ας ξερω πως δεν χρειαζονται παρα 15 λεπτα να φτασω στον προορισμο. 

Σκεφτομαι, νομιζω. Διαφορα μικροπραγματα, χωρις σημασια, όπως πχ να αλλαξω αυτό το μημενο ψευδωνυμο, ετσι χωρις λογο. Θα μπορουσα να σκεφτω και τα αδιαβροχα φακελακια τσαγιου, αν δεν ειχε προλαβει αλλος. Παντως δεν νιωθω τιποτε. Νεκρα φυση, νεκρος χρονος. Μετα κατεβαινω τις σκαλες, με έναν ατυπο διαγωνισμο να προλαβω να φτασω στην υπογεια διαβαση πριν ξεκινησει παλι το τρενο. Εκει κανω τα μονα στεγνα μου βηματα. Πρεπει να περπατησω μετα λιγα λεπτα ακομα μεχρι το καστρο. Ξερω πως είναι 10 λεπτα πανω-κατω αλλα δεν μπορω να τα υπολογισω. Και να πεις πως νυσταζω; Σπανια ξεκινω πριν πιω μιση κουπα καφε τουλαχιστον και 3-4 τσιγαρα. 

Και να πεις πως το διασκεδαζω; «χανομαι γιατι ρεμβαζω»; Ουτε αυτό, γιατι το μυαλο μου με τρομαζει, είναι ολη η περιουσια μου αλλωστε. Μικρη, μεγαλη, αυτή είναι και αυτή επρεπε να είναι. Καμια φορα προσπαθω να φτιαξω αυτοσχεδια παιχνιδια να κρατιεμαι σε εγρηγορση. Φοβαμαι μην μου ξεφυγω, μην αρχισω να κανω πραγματα που θα τα παρακολουθω αντι να τα ελεγχω. Μην πιασω καναν περαστικο και του πω θελω να φυγω ή πως [δεν] μ αρεσουν τα μουτρα του ή πως φοβαμαι ή πως κανει τοσο κρυο που ποναω. 


Καποτε προσποιουμαι πως αυτή είναι η τελευταια μερα που πηγαινω στη δουλεια, προσπαθω να το νιωσω, να το χαρω. Μαλλον γιατι νομιζω πως δεν θα το προσεξω όταν γινει πραγματικα, ισως επειδη δεν θα το ξερω. Τωρα που χουν παγωσει τα δρομακια στο παρκο, είναι πιο ευκολο. Προσπαθω να μην πεσω και ενστικτωδως κοιταζω κατω. Καποτε εψαχνα να βρω κορωνες, το θεωρουσα καλο σημαδι. Δεν θυμαμαι αν βρηκα, παντως επαψα να τις ψαχνω. Τωρα κοιταζω τα ιχνη των αλλων, κατά βαθος μηπως τυχει να ξεχωρισω καποιο δικο μου από την περασμενη μερα ή το περασμενο βραδυ. Ψαχνω να βρω κατι να ψαχνω, μαλλον αυτή είναι η διαγνωση.

Η επιστροφη είναι αλλιως. Τρεχω, συνηθως, να προλαβω το τρενο και η διαβαση φαινεται ατελειωτη. Μετρω τις ωρες μεχρι να ξανακανω την ιδια πορεια. Και στο ενδιαμεσο; οριοθετω το χρονο με βαση το ποτε θα κλεισουν κατι ακουσιες αμυχες στα χερια. Καμια φορα κοιτω εξω από το παραθυρο, και καμια φορα βλεπω ηλιο. Βλεπω τα δενδρα να αλλαζουν εποχες κ ελπιδες. Πινω δυο γουλιες καφε ή τσαι, πριν τα ξεχασω και κρυωσουν. Όλα είναι καλα, και η βαλεριανα φιλη μας. Αλλωστε, δεν εχω καμια εφεση στους επιλογους και τους προλογους. Παρεκτος μια φορα, και φτασαμε εδώ που φτασαμε. Λεω. 

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Sleeping on stones

Ειμαι μια κουκλα παλια
με παιδικο φορμακι
κιτρινο και ροζ
και λεκεδες απο καφε
ανακατα μαλλια
που δεν θα ξεμπερδευτουν ποτε
σπασμενα ματια
που ανοιγουν με δυσκολια
"εισαι σαχλη"
 ακουω μια φωνη
και σκυβω το κεφαλι
μια παγωμενη κουκλα
που κοιμαμαι μαζι της
που μου μοιαζει
οπως μοιαζουν ολα τα γερασμενα πραγματα.

Αγριομεσημερο

Φορεσα τα δυο μου παντελονια, τα δυο πουλοβερ,
ετοιμαστηκα μα φοβηθηκα να βγω.
Ετοιμασα μαυρο ψωμι, ελιες, τυρι με χαμηλα λιπαρα,
το φαϊ μου σημερα ειναι πιο ακριβο απο μενα.
Τακτοποιω τα μικροπραγματα, ολο αλλαζω θεση,
πως να χωρεσουν, πως να ταιριαξουμε. 
Παιζω με τις λεξεις να ξεχνιεμαι,
το τασακι παντα μισογεματο,
μα εχω κοψει να μιλαω για σταχτες,
μονο τις καθαριζω.
Εχουν πληγιασει τα δακτυλα μου,
σαν τοτε που πλενα στο χερι.
Οι μερες μεγαλωνουν οσο παει,
μεγαλωνω κι εγω μαζι τους.
Ψαχνω αλλες μερες,
σαν εκεινες που θα ψαχνω τουτα δω.
(Κι αργοτερα, τι θα γινει αργοτερα;)

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Gilleleje

Εντος, σε μεγαλα πετρολ τραπεζια με στεγνα ρουχα,
καυτο τσαϊ πορτοκαλιου, ξυλο και τουβλα, φωτα και φωτια για ατμοσφαιρα.
Ειναι μονο τα τζαμια που λιωνουν
και υπογραμιζουν το εκτος.
Σαν μεγαλες οθονες,
παιζουν θυελλα, κρυο, χιονι και βαθιες παγωμενες ανασες.
Κι ομως νομιζω δεν θα παμε εκει ξανα.
Τα χουμε ξαναδει ολα αυτα, χορτασαμε ελευθερια, προκληση, επιτευγματα και δυσκολιες.
Αλατι ο,τι μας εμεινε,
αλατι απο ιδρωτα, απο δακρυα, απο τοτε που στεγνωναμε στον ηλιο,
αλατι για να κλεισουν οι πληγες και ν ανοιξουν οι δρομοι.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

-Ο ηχος του σφυριου-

Κυριακη βραδυ, αργα και κατι
τον ακουσα
Δευτερα πρωι, τον ειχαν ακουσει κι αλλοι,
πιστεψαν πως η τηβεννος ηταν δικη μου,
και γω δεν αρνηθηκα τιποτα.
Τα κερματα κουδουνισαν στο τενεκεδακι μου,
το καπελο μου περιμενει κι αυτο εισπραξεις
καιρο τωρα, δεν τολμω να το βγαλω απ το κεφαλι μου,
μην δουν τις ψευτικες μπουκλες στη ραφη.



Κι υστερα παλι οι καμπανες ηχησαν,
πανω απο ολους τους δευτεροδεικτες.
Το χιονι ησυχο ως συνηθως,
θεατης που εγειρε στην καρεκλα κι αποκοιμηθηκε.
Δεν εφερα αντιρρησεις, δεν ακουσα τις ενστασεις,
δεν θυμηθηκα τους ορκους μου.
Βλεπω το χρονο, το μελλον, τις ραβδους και τα κυπελλα.
Σαν σημερα.


Κι αυριο θα χαμογελασω παλι,
θα περπατησω μελοδραματικα στο σκοινι,
θα δω με θαυμασμο τις αλλες παραστασεις,
θα χω αποριες χωρις διαφορο.
Και μετα τα σφυρια, τα καρφια, τα ραγισματα,
οι ραγες, ο οριζοντας,
οι ορισμοι και οι ενδιαμεσοι σταθμοι,
οι υποσχεσεις, με το σχημα του απειρου στα '8α'.

Μαντιλια λευκα, των αποχαιρετισμων ή της ανακωχης.
Δεν ξερω, ακομα, τι μπορω και τι να διαλεξω.
Κι ομως, πριν γερασεις, 8α σε ξαναβρω,
να ξεχρεωσουμε.