Ο Μπαμπης εκατσε στην καρεκλα αναποδα
μεσα στο μισοσκοταδο τον φανταζομουνα να δαγκωνει το κατω του χειλι
με τα ματια μισοκλειστα
κι αθελητα - μπορει και οχι- τον μιμηθηκα.
Με ρωτησε αν εχω κρασι σπιτι, ποσα μπουκαλια και που
αν εμαθα καμια καινουρια λεξη
αν διαβασα το δεινα βιβλιο ή αμα ακομα καλυτερα ξερω να μαγειρευω
του δωσα αδιαφορες απαντησεις, ρωτωντας τον περιπου τα ιδια
σπαγαμε τον παγο και τον διαλυαμε στο αφελες οινοπνευμα
κι ηπιαμε μπολικο πρωτου μου δαγκασει ενα αριστερο δακτυλο,
εκει που ελειπε κατι, σημαδι πως θυμοταν τα δωρα του
δεν ειπε τιποτα, κι ουτε εγω ειπα
μονο τον κοιταξα για ωρα
στα γυαλισμενα του ματια, που κοιταγαν αλλου
περιμενοντας να ρθει η σειρα μου
ησουνα σκληρη, ειπε τελος εννοωντας καθε ανασα που πηρε ενδιαμεσα
κι ηθελα να τον χιμηξω να τρυπωσω σε μια απ αυτες, που τα πε ολα για ολους μονομιας
διαγνωση, θεραπεια, συγχωροχαρτι μαζι
χωρις ρεπουμπλικες και κορδελακια
αλλα δεν εκαμα τιποτα, μονο γραπωθηκα απο το τραπεζι
και παραγγειλα υποβρυχια, οπως καποτε
μονο που καποτε δεν χρειαζοταν να βρεις το γκαρσονι
και μας ηξεραν με τα ψευτικα μας ονοματα
αλλα βεβαια καποτε ηταν αλλος τοπος, και μεις ειχαμε λιγοτερα κοινα και χωρια
κι επειτα ουτε ξερω τι ειπαμε και τι εγινε
κι ουτε που χρειαστηκε να τον ξανακοιταξω να δω αν ειναι αυτος ακομα
μονο σαν τον ειδα να κοιμαται στο κρεβατι μου
με εναν τροπο που κανεις δεν εχει κοιμηθει
αφοβος και αθωος, με το ενα χερι κατω απο το μαξιλαρι
που καποτε φυλαγε κατι για ωρα αναγκης
αλλα καποτε ηταν αλλου, αλλος οροφος, σε αλλη γειτονια
οδος Κεφαλληνιας, κουδουνι Χαραλαμπους
κι εγω δεν κοιμομουν μαζι του
αλλα οπως καποτε ετσι και τωρα
δεν ξερω, κατι κοινο θα υπαρχει
τι λες κ συ΄;
ρε πες ρε.
αλλα μην ξυπνας.